- οσονούπω
- (тж. όσον οΰπω) επίρρ. через некоторое время; совсем скоро; вот-вот; того и гляди (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσονούπω — και όσον ούπω (Α ὁσονούπω) επίρρ. εντός ολίγου, όπου νά ναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσον, ουδ. τής αντων. ὅσος + επίρρ. οὔπω] … Dictionary of Greek
ούπω — (Α οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω) επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν νεοελλ. φρ. α) «ούπω καιρός» δεν είναι ακόμη ο καιρός β) «όσον ούπω» βλ. οσονούπω αρχ. (χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου … Dictionary of Greek